υπερεργία

υπερεργία
η, Ν
ιατρ. η ικανότητα έντονης ή άμεσης δράσης ενός ιστού ή οργανισμού σε μια αντιγονική ουσία, που αποτελεί μορφή αλλεργίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperergy < hyper- (< υπερ-*) + all-ergy (βλ. αλλεργία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερεργικός — ή, ό, Ν [υπερεργία] ιατρ. σχετικός με την υπερεργία («υπερεργική φλεγμονή») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”